παλιάλογο

παλιάλογο
το
1. γέρικο άλογο
2. ατίθασο, δύστροπο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο)- (βλ. λ. παλαιο-) + άλογο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλιάλογο — το 1. παλιό, γέρικο άλογο, αλλ. παλιαλογάς. 2. ατίθασο, δύστροπο άλογο: Το παλιάλογο, θα με σκοτώσει καμιά ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιππάριο(ν) — το (ΑΜ ἱππάριον) (υποκορ. τού ίππος) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο νεοελλ. φρ. 1. «ιππάριον τού Πικερμίου» γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών τής οικογένειας ιππίδες, που σήμερα έχει εκλείψει βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα …   Dictionary of Greek

  • κρόνιππος — κρόνιππος, ὁ (Α) μτφ. (ως υβριστικό) παλιάλογο («σὺ δ εἶ κρόνιππος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος μτφ. «ανόητος, μωρός» + ἵππος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”